αποδεικτικός, -ή, -ό

αποδεικτικός, -ή, -ό
αποδεικτικός, -ή, -ό και -χτικός, -ή, -ό επίρρ. χρήσιμος, κατάλληλος για απόδειξη: Δεν έχουμε στα χέρια μας αποδεικτικά στοιχεία γι' αυτά που υποστηρίζουμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποδεικτικός — affording proof masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδεικτικός — ή, ό (AM ἀποδεικτικός, όν) [αποδεικνύω] ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για απόδειξη, αυτός που αποδεικνύει νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αποδεικτικό έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή επιβεβαιώνεται κάτι αρχ. 1. (για ανθρώπους) επιστημονικός, ακριβής 2 …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεικτικά — ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc pl ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc/acc dual ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτερον — ἀποδεικτικός affording proof adverbial comp ἀποδεικτικός affording proof masc acc comp sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικῶν — ἀποδεικτικός affording proof fem gen pl ἀποδεικτικός affording proof masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικόν — ἀποδεικτικός affording proof masc acc sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτατα — ἀποδεικτικός affording proof adverbial superl ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτατον — ἀποδεικτικός affording proof masc acc superl sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικαῖς — ἀποδεικτικός affording proof fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικαί — ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”